πλανᾷν — πλανάω cause to wander pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
льстить — льщу, укр. лестити, блр. лесцiць, ст. слав. льстити πλανᾶν, ἀπατᾶν (Супр.), болг. лестя. От лесть (см.) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
прельститися — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. πλανᾶν) сводить с прямого пути, заблуждать;… … Словарь церковнославянского языка
Νικόδημος — I Ποιητής από την Ηράκλεια. Στην Παλατινή Ανθολογία σώζονται επτά επιγράμματα του, που ονομάζονται ανακυκλικά (το νόημά τους δεν μεταβάλλεται ακόμη κι αν οι λέξεις διαβαστούν με την ανάποδη σειρά). II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1 … Dictionary of Greek
Παπαφλέσσας-Δικαίος, Γρηγόριος — (Πολιανή Αρκαδίας 1788 – Μανιάκι 1825). Ήρωας της Επανάστασης του 1821. Εικοστό όγδοο παιδί μιας μέσης αγροτικής οικογένειας (των Φλεσσαίων ή Δικαίων), ο Π. φοίτησε για μερικά χρόνια στη φημισμένη τότε σχολή της Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε κατόπιν… … Dictionary of Greek
pelǝ-, plā- — pelǝ , plā English meaning: wide and flat Deutsche Übersetzung: “breit and flach, ausbreiten; durch Druck or Schlag flach formen, breitschlagen, breitklatschen” Material: Arm. hoɫ “earth, dust, powder, bottom, land”; Lat. palam “… … Proto-Indo-European etymological dictionary